τυμβωρυχία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τυμβωρυχία < (ελληνιστική κοινή) τυμβωρυχία < αρχαία ελληνική τύμβος + ὀρύσσω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τυμβωρυχία θηλυκό
- η σύληση, η λεηλάτηση τάφου ή μνήματος
- (μεταφορικά) επίκληση σε κάτι σκοτεινό ή επιλήψιμο από παρελθόν ενός νεκρού προσώπου για (πολιτικού ή άλλου είδους) εκμετάλλευση
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη τύμβος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τυμβωρυχία
Πηγές[επεξεργασία]
- τυμβωρυχία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας