υαλωτό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | υαλωτό | τα | υαλωτά |
γενική | του | υαλωτού | των | υαλωτών |
αιτιατική | το | υαλωτό | τα | υαλωτά |
κλητική | υαλωτό | υαλωτά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υαλωτό ουδέτερο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ύαλος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υαλωτό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]υαλωτό