υγρομόνωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υγρομόνωση οι υγρομονώσεις
      γενική της υγρομόνωσης* των υγρομονώσεων
    αιτιατική την υγρομόνωση τις υγρομονώσεις
     κλητική υγρομόνωση υγρομονώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υγρομονώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υγρομόνωση < υγρο- + μόνωση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

υγρομόνωση θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]