υδροχρωματιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υδροχρωματιστής < υδρο- + χρωματιστής • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υδροχρωματιστής αρσενικό
- (επάγγελμα) τεχνίτης, βαφέας ειδικός στους υδροχρωματισμούς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υδροχρωματιστής
|