υπερβαρύτητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
υπερβαρύτητα < υπέρ + βαρύτητα < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική supergravity
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υπερβαρύτητα θηλυκό
- (φυσική) θεωρία πεδίου η οποία συνδυάζει την υπερσυμμετρία με τη γενική θεωρία της σχετικότητας
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπερβαρύτητα