υπερλιπιδαιμία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υπερλιπιδαιμία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική hyperlipidémie ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hyperlipidemia
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υπερλιπιδαιμία θηλυκό (πληθυντικός : υπερλιπιδαιμίες)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- λιπαιμία
- λιπιδαιμία
- υπερλίπωση
- → και δείτε τις λέξεις υπέρ, λίπος, λιπίδιο και αίμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υπερλιπιδαιμία
|
Πηγές
[επεξεργασία]- υπερλιπιδαιμία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)