υπναρού

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπναρού οι υπναρούδες
      γενική της υπναρούς των υπναρούδων
    αιτιατική την υπναρού τις υπναρούδες
     κλητική υπναρού υπναρούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπναρού < υπναρ(άς) + κατάληξη θηλυκού -ού

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.pnaˈɾu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐πνα‐ρού

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

υπναρού θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε υπναράς

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

υπναρού