υποδιάγνωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υποδιάγνωση | οι | υποδιαγνώσεις |
γενική | της | υποδιάγνωσης* | των | υποδιαγνώσεων |
αιτιατική | την | υποδιάγνωση | τις | υποδιαγνώσεις |
κλητική | υποδιάγνωση | υποδιαγνώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υποδιαγνώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υποδιάγνωση < υπο- + διάγνωση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική underdiagnosis)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υποδιάγνωση θηλυκό
- (ιατρική) (νεολογισμός) η διάγνωση μόνο ενός τμήματος από το σύνολο των ανθρώπων που πάσχουν από κάποια ασθένεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υποδιάγνωση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα υπο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)