υποδόση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υποδόση | οι | υποδόσεις |
γενική | της | υποδόσης* | των | υποδόσεων |
αιτιατική | την | υποδόση | τις | υποδόσεις |
κλητική | υποδόση | υποδόσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υποδόσεως | ||||
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υποδόση θηλυκό
- (νεολογισμός) τμήμα κάποιας δόσης
- Εμπλοκή παρουσιάστηκε στην εκταμίευση της υποδόσης του 1 δισ. ευρώ, καθώς παραμένει μια εκκρεμότητα στο θέμα της ανακοστολόγησης των διαγνωστικών εξετάσεων. (*)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υποδόση
|