υποκλυσμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υποκλυσμός οι υποκλυσμοί
      γενική του υποκλυσμού των υποκλυσμών
    αιτιατική τον υποκλυσμό τους υποκλυσμούς
     κλητική υποκλυσμέ υποκλυσμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υποκλυσμός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

υποκλυσμός αρσενικό

  • διαδικασία κατά την οποία γίνεται εισαγωγή υγρού στο ορθό με καθετήρα, με σκοπό να αδειάσει το περιεχόμενο του εντέρου· κλύσμα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]