φάσκιωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φάσκιωμα τα φασκιώματα
      γενική του φασκιώματος των φασκιωμάτων
    αιτιατική το φάσκιωμα τα φασκιώματα
     κλητική φάσκιωμα φασκιώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φάσκιωμα < φασκιώνω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φάσκιωμα ουδέτερο

  • το σπαργάνωμα του βρέφους με φασκιές, το τύλιγμά του με ειδικη λωρίδα υφάσματος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]