φάσκιωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φάσκιωμα < φασκιώνω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φάσκιωμα ουδέτερο
- το σπαργάνωμα του βρέφους με φασκιές, το τύλιγμά του με ειδικη λωρίδα υφάσματος