φασολάδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φασολάδα οι φασολάδες
      γενική της φασολάδας των φασολάδων
    αιτιατική τη φασολάδα τις φασολάδες
     κλητική φασολάδα φασολάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ελληνική φασολάδα

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φασολάδα < φασόλ(ι) + -άδα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /fa.soˈla.ða/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φασολάδα θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]