φιδάρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φιδάρα | οι | φιδάρες |
γενική | της | φιδάρας | — | |
αιτιατική | τη | φιδάρα | τις | φιδάρες |
κλητική | φιδάρα | φιδάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φιδάρα θηλυκό
- το μεγάλο φίδι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φιδάρα
|