φιντεϊσμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φιντεϊσμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική fideism < λατινική fides
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φιντεϊσμός θηλυκό
- (φιλοσοφία, θρησκεία) η πιστοκρατία
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Fideism στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φιντεϊσμός
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φιλοσοφία (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)