φονταμενταλιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φονταμενταλιστής < φονταμενταλισμός + -ιστής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φονταμενταλιστής αρσενικό, θηλυκό φονταμενταλίστρια
- (πολιτική), (θρησκεία): ο οπαδός του φονταμενταλισμού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φονταμενταλιστής
|