φουστανελοφόρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φουστανελοφόρος οι φουστανελοφόροι
      γενική του φουστανελοφόρου των φουστανελοφόρων
    αιτιατική τον φουστανελοφόρο τους φουστανελοφόρους
     κλητική φουστανελοφόρε φουστανελοφόροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φουστανελοφόρος < φουστανέλ(α) + -ο- + -φόρος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φουστανελοφόρος αρσενικό

  1. αυτός που φοράει φουστανέλα, ο φουστανελάς
  2. (παλιότερα) χαρακτηρισμός για άκομψο ντύσιμο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

  • βρακάς τους περασμένους δύο αιώνες

Μεταφράσεις[επεξεργασία]