φουστανελοφόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φουστανελοφόρος < φουστανέλ(α) + -ο- + -φόρος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φουστανελοφόρος αρσενικό
- αυτός που φοράει φουστανέλα, ο φουστανελάς
- (παλιότερα) χαρακτηρισμός για άκομψο ντύσιμο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
- βρακάς τους περασμένους δύο αιώνες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φουστανελοφόρος
|