φουφούλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φουφούλα | οι | φουφούλες |
γενική | της | φουφούλας | — | |
αιτιατική | τη | φουφούλα | τις | φουφούλες |
κλητική | φουφούλα | φουφούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φουφούλα < αβέβαιης ετυμολογίας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φουφούλα θηλυκό
- το φουσκωτό κάτω και πίσω τμήμα βράκας νησιώτη
- παντελόνι (κατά κανόνα παιδικό ή γυναικείο) που έχει φουσκωτά μπατζάκια και σούρες (συχνά φέρει και τιράντες)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- φουφούλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας