φτωχοκόριτσο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φτωχοκόριτσο ουδέτερο
- το κορίτσι που δεν έχει τα μέσα να συντηρηθεί
- γειτονιές γεμάτες φτωχοκόριτσα, στα παραθύρια με την ελπίδα του καλού γαμπρού που δε λέει να φανεί
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φτωχοκόριτσο
|