φυσιογράφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φυσιογράφος < φυσιογραφ(ία) + -ος. φυσιο- + -γράφος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φυσιογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- ο γεωγράφος που ασχολείται με τη φυσική γεωγραφία ή τη φυσιογραφία
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φυσιογράφος
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα φυσιο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -γράφος (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)