φυτευτήρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φυτευτήρι | τα | φυτευτήρια |
γενική | του | φυτευτηριού | των | φυτευτηριών |
αιτιατική | το | φυτευτήρι | τα | φυτευτήρια |
κλητική | φυτευτήρι | φυτευτήρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φυτευτήρι < φυτεύ(ω) + -τήρι. Δεν σχετίζεται με την αρχαία ελληνική φυτευτήριον (φυτώριο)[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φυτευτήρι ουδέτερο
- εργαλείο με οξεία άκρη που ανοίγει τρύπες στο έδαφος για να φυτευτούν τα φυτά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φυτευτήρι
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ φυτευτήρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας