φωνάρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φωνάρα | οι | φωνάρες |
γενική | της | φωνάρας | — | |
αιτιατική | τη | φωνάρα | τις | φωνάρες |
κλητική | φωνάρα | φωνάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φωνάρα < φων(ή) + μεγεθυντικό επίθημα -άρα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φωνάρα θηλυκό
- η δυνατή, βροντερή φωνή
- (μεταφορικά) η πολύ καλή φωνή ενός τραγουδιστή
- ↪ Ο Καζαντζίδης ήταν φωνάρα.
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Συνηθίζεται κυρίως στην ονομαστική και κλητική
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φωνάρα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με μεγεθυντικό επίθημα -άρα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)