φωνενδοσκόπιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φωνενδοσκόπιο < φωνή + ενδοσκόπιο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φωνενδοσκόπιο ουδέτερο
- (ιατρική): ειδικό όργανο ενδοσκόπιο με το οποίο επιχειρείται εξέταση των φωνητικών οργάνων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φωνενδοσκόπιο
|