φωσωνίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φωσωνίδα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα φωσωνίς, από την αιτιατική φωσωνίδα < φώσων / φώσσων
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φωσωνίδα θηλυκό
- (ναυτικός όρος, σπάνιο) τετράγωνο ιστίο πάνω από τον φώσωνα (παπαφίγκος) και από τη δολωνίδα (κοντραμετζάνα)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- φώσωνας, φώσων, φώσσων (παπαφίγκος)
- φωσώνιο (πλωριός παπαφίγκος) → δείτε τις λέξεις φωσώνιον και φωσσώνιον
- φωσωνίτης (παπαφιγκιέρος)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φωσωνίδα
|
Πηγές[επεξεργασία]
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)