φύρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φύρα | οι | φύρες |
γενική | της | φύρας | των | (φυρών) |
αιτιατική | τη | φύρα | τις | φύρες |
κλητική | φύρα | φύρες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φύρα < αρχαία ελληνική φυράω-φυρῶ (μαλακώνω, ζυμώνω, αναμιγνύω) ή φύρω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φύρα θηλυκό (ο πληθυντικός αδόκιμος)
- η ελάττωση του όγκου ή του βάρους ή γενικά της ποσότητας ενός υλικού από φυσικά και άλλα αίτια (π.χ. από εξάτμιση, τριβή, τεχνική επεξεργασία, μεταφορές κ.λπ.)
- (κατ’ επέκταση) ποσοστό μη απόδοσης
- (μεταφορικά) ο επιζήμιος, ο μη χρήσιμος, αυτό που είναι για πέταμα