χαλάουα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χαλάουα | οι | χαλάουες |
γενική | της | χαλάουας | — | |
αιτιατική | τη | χαλάουα | τις | χαλάουες |
κλητική | χαλάουα | χαλάουες | ||
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χαλάουα (νεολογισμός) < (άμεσο δάνειο) αγγλική halawa < αραβική حلاوة (ḥalāwa) < حلوى < حلو (ḥulw: γλυκός, γλύκα) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χαλάουα θηλυκό, μόνο στον ενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη χαλβάς
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πέστροφα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κοσμετολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)