χαλαρά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /xa.laˈɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χα‐λα‐ρά
- τονικό παρώνυμο: χάλαρα
Επίρρημα[επεξεργασία]
χαλαρά
- όχι σφιχτά
- ↪ ο κόμπος ήταν δεμένος χαλαρά, γι' αυτό και λύθηκε
- χωρίς κάτι να είναι τεντωμένο
- ↪ το ύφασμα έπεφτε χαλαρά πάνω στο έπιπλο
- χωρίς ένταση και κούραση, με αργούς ρυθμούς
- ↪ στις διακοπές περάσαμε πολύ χαλαρά, μόνο μπάνιο, φαγητό και μπαράκια
- ως προτροπή σε κάποιον να χαλαρώσει, να μην αντιμετωπίζει κάποιο πράγμα με ένταση ή εκνευρισμό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαλαρά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
χαλαρά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του χαλαρό, ουδέτερο του χαλαρός