χαλβάδιασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χαλβάδιασμα < χαλβαδιάζω + -σμα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χαλβάδιασμα ουδέτερο (πιο δόκιμο στον ενικό)
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χαλβαδιάζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χαλβάδιασμα
|