χαμπάριασμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χαμπάριασμα τα χαμπαριάσματα
      γενική του χαμπαριάσματος των χαμπαριασμάτων
    αιτιατική το χαμπάριασμα τα χαμπαριάσματα
     κλητική χαμπάριασμα χαμπαριάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαμπάριασμα < χαμπαριάζω + -σμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χαμπάριασμα ουδέτερο (πιο δόκιμο στον ενικό)

  • η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χαμπαριάζω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]