χειραφετώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χειραφετώ < μεσαιωνική ελληνική χειραφετῶ < αρχαία ελληνική χείρ + ἀφέτης < ἀφίημι
Ρήμα[επεξεργασία]
χειραφετώ, παθ. φωνή: χειραφετούμαι, παθ.μτχ.: χειραφετημένος
- (λόγιο) ενεργώ έτσι, ώστε κάποιος να γίνει ανεξάρτητος, να γίνει κύριος του εαυτού του, να αποδεσμευτεί από την κηδεμονία άλλου ή από κοινωνικούς περιορισμούς της ελευθερίας του ή γενικότερα από οποιαδήποτε μορφή δέσμευσης ή εξάρτησης
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Το ρήμα χρησιμοποιείται κυρίως στην παθητική φωνή χειραφετούμαι (απελευθερώνομαι, αποδεσμεύω τον εαυτό μου, γίνομαι ανεξάρτητος)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αχειραφέτητος
- αχειράφετος
- χειραφεσία
- χειραφετημένος
- χειραφέτηση
- χειράφετος
- → δείτε τις λέξεις χέρι και αφήνω