κηδεμονία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κηδεμονία οι κηδεμονίες
      γενική της κηδεμονίας των κηδεμονιών
    αιτιατική την κηδεμονία τις κηδεμονίες
     κλητική κηδεμονία κηδεμονίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κηδεμονία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κηδεμονία < κηδεμών

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ci.ðe.moˈni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κη‐δε‐μο‐νί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κηδεμονία θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ζητούμενο λήμμα