χιόνωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χιόνωση | οι | χιονώσεις |
γενική | της | χιόνωσης* | των | χιονώσεων |
αιτιατική | τη | χιόνωση | τις | χιονώσεις |
κλητική | χιόνωση | χιονώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, χιονώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χιόνωση θηλυκό
- (λόγιο) (νεολογισμός) ποσότητα χιονιού
- ※ Οι πίστες αὐτὲς λόγῳ τοῦ ὑψομέτρου, διατηροῦν τὴν χιόνωση – προϋπόθεση βασική γιά προγραμματισμὸ ἐκδρομῶν ἀγώνων καὶ προπονήσεων ἀπὸ τὸν Δεκέμβριο μέχρι τὸ τέλος Μαΐου, ἐνῶ τὴν ἴδια ἐποχὴ καὶ κυρίως τοὺς μῆνες τῆς ἀνοίξεως, στὰ ἄλλα βουνά, ὑπάρχουν μόνον ... λουλούδια.
- Δασικά Χρονικά, τόμοι 16-17, (1974), σελ. 30 @google.books
- ※ Η τεχνητή χιόνωση αποτελεί μια πρακτική που βοηθά στην ενίσχυση του υπάρχοντος χιονιού και κατ' επέκταση την καλύτερη λειτουργία των Χιονοδρομικών Κέντρων, όταν οι καιρικές συνθήκες δεν επιτρέπουν το φυσικό χιόνι. Η παραγωγή του γίνεται με την λειτουργία ειδικών κανονιών, απαιτεί μεγάλες ποσότητες νερού, ισχυρά αντλιοστάσια, δίκτυο σωλήνων και ηλεκτρισμό.
- Τεχνητή χιόνωση, 28 κανόνια ο συνολικός εξοπλισμός, 13-12-2016, @snowreport.gr, ημερομηνία ανάκτησης: 26-05-2023
- ※ Οι πίστες αὐτὲς λόγῳ τοῦ ὑψομέτρου, διατηροῦν τὴν χιόνωση – προϋπόθεση βασική γιά προγραμματισμὸ ἐκδρομῶν ἀγώνων καὶ προπονήσεων ἀπὸ τὸν Δεκέμβριο μέχρι τὸ τέλος Μαΐου, ἐνῶ τὴν ἴδια ἐποχὴ καὶ κυρίως τοὺς μῆνες τῆς ἀνοίξεως, στὰ ἄλλα βουνά, ὑπάρχουν μόνον ... λουλούδια.
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη χιόνι
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χιόνωση
|
Πηγές[επεξεργασία]
- χιόνωση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- χιόνωση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ωση (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)