χουζουρλού
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χουζουρλού < χουζουρλ(ής) + κατάληξη θηλυκού -ού
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /xu.zuɾˈlu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χου‐ζουρ‐λού
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χουζουρλού θηλυκό
- θηλυκό του χουζουρλής
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη χουζούρι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε χουζουρλής
χουζουρλού
|