χουλιάρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χουλιάρα οι χουλιάρες
      γενική της χουλιάρας
    αιτιατική τη χουλιάρα τις χουλιάρες
     κλητική χουλιάρα χουλιάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χουλιάρα < μεγεθυντικό του χουλιάρι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χουλιάρα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]