χρυσοκεντητής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χρυσοκεντητής < χρυσοκεντώ + -τής
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χρυσοκεντητής αρσενικό (θηλυκό: χρυσοκεντήτρια & χρυσοκεντήτρα)
- κάποιος που χρυσοκεντά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χρυσοκεντητής
|