χρωμιοχάλυβας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χρωμιοχάλυβας < χρώμιο + χάλυβας • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χρωμιοχάλυβας αρσενικό
- (μεταλλουργία) κράμα, χάλυβας με υψηλή περιεκτικότητα χρωμίου, που κάνει τον χάλυβα ανοξείδωτο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χρωμιοχάλυβας
|