ψάρωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ψάρωμα | τα | ψαρώματα |
γενική | του | ψαρώματος | των | ψαρωμάτων |
αιτιατική | το | ψάρωμα | τα | ψαρώματα |
κλητική | ψάρωμα | ψαρώματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψάρωμα ουδέτερο (πιο δόκιμο στον ενικό)
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ψαρώνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψάρωμα
|