ψέκας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ψέκας | οι | ψέκες |
γενική | του | ψέκα | των | ψεκών |
αιτιατική | τον | ψέκα | τους | ψέκες |
κλητική | ψέκα | ψέκες | ||
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψέκας (νεολογισμός) του αρχών του 21ου αιώνα < περικοπή του ψεκασμένος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψέκας
- (προφορικό) συντετμημένη μορφή του ψεκασμένος
- ※ Το τελευταίο χρονικό διάστημα, ένα από τα συμπαρομαρτούντα του κορωνοϊού είναι και η χρήση της λέξης «ψεκασμένος», για όποιον δεν έχει κάνει το εμβόλιο κατά της Covid -19. Υπάρχουν βέβαια και οι τύποι «ψεκ» και «ψέκες» για τους, λεγόμενους, αρνητές των εμβολίων. (Ψεκασμένοι, Λέσχη Μπίλντερμπεργκ: Θεωρίες συνωμοσίας και πραγματικότητα, Πρώτο Θέμα, 18/09/2021, [1])
- ※ οι «ψεκασμένοι» λέγονται, χάριν συντομίας «ψεκ». Η συγκεκριμένη λέξη θυμίζει βέβαια περισσότερο κατσαριδοκτόνο, αλλά τείνει να καθιερωθεί, κυρίως για τους λεγόμενους, αρνητές των εμβολίων. Επίσης, ο ψεκασμένος αποκαλείται «ψέκας» (πληθ. ψέκες). (Γυναικοκτονία, φεμιναζί, δικαιωματιστής κ.ά.- Ελληνικές… επινοήσεις ή ξενόφερτοι όροι; εφημερίδα Πρώτο Θέμα, 01/08/2021 [2])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψέκας
|
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ψέκας θηλυκό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γαλαξίας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Περικοπές (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Προφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)