ψέκασμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψέκασμα τα ψεκάσματα
      γενική του ψεκάσματος των ψεκασμάτων
    αιτιατική το ψέκασμα τα ψεκάσματα
     κλητική ψέκασμα ψεκάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψέκασμα < ψεκάζω + -σμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ψέκασμα ουδέτερο (πιο δόκιμο στον ενικό)

  • η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ψεκάζω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]