ψίχαλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ψίχαλο | τα | ψίχαλα |
γενική | του | ψίχαλου | των | ψίχαλων |
αιτιατική | το | ψίχαλο | τα | ψίχαλα |
κλητική | ψίχαλο | ψίχαλα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψίχαλο < (ελληνιστική κοινή) ψίξ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψίχαλο ουδέτερο
- άλλη μορφή του ψίχουλο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψίχαλο
|