ψυχανάγκασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ψυχανάγκασμα < ψυχαναγκάζω + -σμα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ψυχανάγκασμα ουδέτερο (πιο δόκιμο στον ενικό)
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ψυχαναγκάζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ψυχανάγκασμα
|