ψωμόνερο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ψωμόνερο | τα | ψωμόνερα |
γενική | του | ψωμόνερου | των | ψωμόνερων |
αιτιατική | το | ψωμόνερο | τα | ψωμόνερα |
κλητική | ψωμόνερο | ψωμόνερα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψωμόνερο ουδέτερο
- το νερό στο οποίο παλιά έβρεχαν το ψωμί και μετά δεν το έπιναν αλλά το φύλαγαν για το μαγείρεμα ή άλλη χρήση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψωμόνερο
|