ωκυτοκίνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ωκυτοκίνη οι ωκυτοκίνες
      γενική της ωκυτοκίνης των ωκυτοκινών
    αιτιατική την ωκυτοκίνη τις ωκυτοκίνες
     κλητική ωκυτοκίνη ωκυτοκίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ωκυτοκίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Ocytocin < αρχαία ελληνική ὠκύς + τόκος < τίκτω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ωκυτοκίνη θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • ωκυτοκίνηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]