ωρομετρητής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ωρομετρητής αρσενικό
- (τεχνολογία) συσκευή που πραγματοποιεί ωρομέτρηση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ωρομετρητής
|