όπτηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | όπτηση | οι | οπτήσεις |
γενική | της | όπτησης | των | οπτήσεων |
αιτιατική | την | όπτηση | τις | οπτήσεις |
κλητική | όπτηση | οπτήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- όπτηση < αρχαία ελληνική ὄπτησις
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈo.pti.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ό‐πτη‐ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
όπτηση θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
όπτηση
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παγκοσμιοποίηση' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)