ύτριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ύτριο | τα | ύτρια |
γενική | του | υτρίου & ύτριου |
των | υτρίων |
αιτιατική | το | ύτριο | τα | ύτρια |
κλητική | ύτριο | ύτρια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ύτριο ουδέτερο
- εναλλακτική μορφή του ύττριο