Ἄορνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Ἄορνος | ||
γενική | τῆς | Ἀόρνου | ||
δοτική | τῇ | Ἀόρνῳ | ||
αιτιατική | τὴν | Ἄορνον | ||
κλητική ὦ! | Ἄορνε | |||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Ἄορνος θηλυκό
- πόλη της Ασίας, στο σημερινό Αφγανιστάν
- λίμνη της Ιταλίας, η οποία θεωρούνταν ως είσοδος στον κάτω κόσμο
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ "Avernus, Lake (Lago d’Averno)" - Everett-Heath, John (2020). Concise Oxford Dictionary of World Place Names [Συνοπτικό Λεξικό Παγκόσμιων Τοπωνυμίων της Οξφόρδης] (6η έκδοση). Oxford: Oxford University Press.
Πηγές[επεξεργασία]
- Ἄορνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' χωρίς πληθυντικό (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα 2ης κλίσης χωρίς πληθυντικό (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα 2ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα 2ης κλίσης θηλυκά χωρίς πληθυντικό (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα θηλυκά χωρίς πληθυντικό (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα χωρίς πληθυντικό (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα θηλυκά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ἀ- (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ος (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (αρχαία ελληνικά)
- Πόλεις της Ασίας (αρχαία ελληνικά)
- Πόλεις (αρχαία ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ασίας (αρχαία ελληνικά)
- Τοπωνύμια (αρχαία ελληνικά)
- Λίμνες της Ιταλίας (αρχαία ελληνικά)
- Λίμνες (αρχαία ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ιταλίας (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)