ἐπίγειος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: επίγειος
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἐπίγειος τὸ ἐπίγειον
      γενική τοῦ/τῆς ἐπιγείου τοῦ ἐπιγείου
      δοτική τῷ/τῇ ἐπιγεί τῷ ἐπιγεί
    αιτιατική τὸν/τὴν ἐπίγειον τὸ ἐπίγειον
     κλητική ! ἐπίγειε ἐπίγειον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἐπίγειοι τὰ ἐπίγει
      γενική τῶν ἐπιγείων τῶν ἐπιγείων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐπιγείοις τοῖς ἐπιγείοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐπιγείους τὰ ἐπίγει
     κλητική ! ἐπίγειοι ἐπίγει
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐπιγείω τὼ ἐπιγείω
      γεν-δοτ τοῖν ἐπιγείοιν τοῖν ἐπιγείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἐπίγειος < ἐπί- + -γειος (γῆ)

Επίθετο

[επεξεργασία]

ἐπίγειος, -ος, -ον

  1. επίγειος
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Πολιτεία, 8, 546a
    οὐ μόνον φυτοῖς ἐγγείοις, ἀλλὰ καὶ ἐν ἐπιγείοις ζῴοις φορὰ καὶ ἀφορία ψυχῆς τε καὶ σωμάτων γίγνονται, ὅταν περιτροπαὶ ἑκάστοις κύκλων περιφορὰς συνάπτωσι, βραχυβίοις μὲν βραχυπόρους, ἐναντίοις δὲ ἐναντίας.
    Υπάρχει όχι μόνο για τα φυτά, που γεννιούνται στους κόλπους της γης, αλλ᾽ ακόμη και για τα ζώα που ζουν στην επιφάνειά της περίοδος ευφορίας και αφορίας ψυχής και σωμάτων· και τούτο συμβαίνει, όταν κάθε είδος τελειώνει και ξαναρχίζει τον κύκλο της εξελίξεώς του που άλλοτε είναι βραχύτερος και άλλοτε μακρότερος, ανάλογα με τη διάρκεια ζωής του κάθε είδους.
    Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
    ※  3ος κε αιώνας Πλωτίνος, Εννεάδες, 6.3.10 @scaife.perseus
    εἶτα ἐκ τούτων σύνθεσιν καὶ μῖξιν, καὶ ἢ μένειν ἐνταῦθα στάντα ἐπὶ τοῦ συνθέτου, ἢ κατὰ τὸ ἔγγειον καὶ ἐπίγειον, ἢ κατὰ τὰς μορφὰς καὶ κατὰ τὰς τῶν ζῴων διαφοράς, οὐ τὰ ζῷα διαιροῦντα, ἀλλὰ κατὰ τὰ σώματα αὐτῶν, ὥσπερ ὄργανα, διαιροῦντα.
     αντώνυμα: ὑπόγειος
  2. γήινος
  3. (το ουδ. πλ. ως ουσ. ἐπίγεια) ισόγειο
  4. (για φυτά) εκείνος που έρπει στη γη
  5. (βιολογία) (για ζώα) εκείνος που δεν πετάει αλλά ζει κυρίως στο έδαφος
    ※  2ος κε αιώνας Γαληνός, De compositione medicamentorum secundum locos I-VI, 1.2, p.12.426 @scaife.perseus
    ἀκανθίωνα δὲ ἐπίγειον ἡγοῦμαι τὸν ἐπίγειον ἐχῖνον λελέχθαι.
    ※  2ος κε αιώνας Γαληνός, De methodo medendi, 2.6, p. 131 @scaife.perseus
    δύο ἐστὶν εἴδη κυνῶν, τὸ μὲν ἐπίγειον, τὸ δὲ ἐνάλιον.