ἐπωτίδες

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: επωτίδες

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική αἱ ἐπωτίδες
      γενική τῶν ἐπωτίδων
      δοτική ταῖς ἐπωτίσῐ(ν)
    αιτιατική τὰς ἐπωτίδᾰς
     κλητική ! ἐπωτίδες
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐπωτίδες < (ἐπί) ἐπ- + (οὖς), θέμα ὠτ- + -ίδες, πληθυντικός του αμάρτυρου *ἐπωτίς

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἐπωτίδες

Πηγές[επεξεργασία]