ὠκύρους
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ὠκῠροο- | ||||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | ὠκύροος > ὠκύρους | τὸ | ὠκύροον > ὠκύρουν | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ὠκυρόου > ὠκύρου | τοῦ | ὠκυρόου > ὠκύρου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ὠκυρόῳ > ὠκύρῳ | τῷ | ὠκυρόῳ > ὠκύρῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ὠκύροον > ὠκύρουν | τὸ | ὠκύροον > ὠκύρουν | ||
κλητική ὦ! | ὠκύροε > ὠκύρους | ὠκύροον > ὠκύρουν | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ὠκύροοι > ὠκῦροι | τὰ | ὠκύροᾰ > ὠκύροᾰ | ||
γενική | τῶν | ὠκυρόων > ὠκύρων | τῶν | ὠκυρόων > ὠκύρων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ὠκυρόοις > ὠκύροις | τοῖς | ὠκυρόοις > ὠκύροις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ὠκυρόους > ὠκύρους | τὰ | ὠκύροᾰ > ὠκύροᾰ | ||
κλητική ὦ! | ὠκύροοι > ὠκύροι | ὠκύροᾰ > ὠκύροᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὠκυρόω > ὠκύρω | τὼ | ὠκυρόω > ὠκύρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὠκυρόοιν > ὠκύροιν | τοῖν | ὠκυρόοιν > ὠκύροιν | ||
Οι σπάνιες κλητικές πτώσεις, ίδιες με τις ονομαστικές." | ||||||
2η κλίση, ομάδα 'εὔνοος εὔνους', Κατηγορία 'εὔνους' όπως «εὔνους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Επίθετο[επεξεργασία]
ὠκύρους, -ους, -ουν
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'εὔνοος εὔνους' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'εὔνους' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'εὔνους' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ρους (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)