ῥικνός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ῥικνός ῥικνή τὸ ῥικνόν
      γενική τοῦ ῥικνοῦ τῆς ῥικνῆς τοῦ ῥικνοῦ
      δοτική τῷ ῥικν τῇ ῥικν τῷ ῥικν
    αιτιατική τὸν ῥικνόν τὴν ῥικνήν τὸ ῥικνόν
     κλητική ! ῥικνέ ῥικνή ῥικνόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ῥικνοί αἱ ῥικναί τὰ ῥικνᾰ́
      γενική τῶν ῥικνῶν τῶν ῥικνῶν τῶν ῥικνῶν
      δοτική τοῖς ῥικνοῖς ταῖς ῥικναῖς τοῖς ῥικνοῖς
    αιτιατική τοὺς ῥικνούς τὰς ῥικνᾱ́ς τὰ ῥικνᾰ́
     κλητική ! ῥικνοί ῥικναί ῥικνᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ῥικνώ τὼ ῥικνᾱ́ τὼ ῥικνώ
      γεν-δοτ τοῖν ῥικνοῖν τοῖν ῥικναῖν τοῖν ῥικνοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Επίθετο[επεξεργασία]

ῥικνός, -ή, -όν

  1. μαζεμένος από το κρύο, ζαρωμένος
  2. (γενικότερα) κυρτός, καμπουριασμένος, στραβός

Πηγές[επεξεργασία]